συμβοηθητικός

συμβοηθητικός
-ή, -όν, Α [συμβοηθῶ]
φρ. «συμβοηθητικὸν ἐντάγιον» — απόδειξη που βεβαιώνει εξόφληση ή παραλαβή πάπ..

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”